Μετά ( ; ) την πανδημία: δημοκρατία και (αν)ασφάλεια την επόμενη μέρα

ΑΡΘΡΟ

“Είναι καλύτερο να σε φοβούνται από το να σε αγαπούν” διαβάζουμε σε μια αποστροφή του Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι. Ο φόβος λοιπόν εξασφαλίζει την υπακοή. Τη συνειδητή εκχώρηση του ζωτικού χώρου των δικαιωμάτων στο όνομα της απειλής που κομίζει η ελευθερία. Αν ο κόσμος φοβάται, τότε ως και ο εξωτερικός καταναγκασμός δεν είναι τόσο αναγκαίος.

Police

Το συναίσθημα έχει σε τέτοιο βαθμό ενσωματωθεί που ο ρόλος των διωκτικών αρχών για τη συμμόρφωση καθίσταται δευτερεύων. Γινόμαστε οι αστυνόμοι του εαυτού μας. Γίναμε δηλαδή. Μήπως αυτό δεν είναι η επιτυχία των κρατών που έγκαιρα κι αποτελεσματικά κατάφεραν να εφαρμόσουν τα περιοριστικά μέτρα για την καταπολέμηση της υγειονομικής κρίσης; Κράτη με ισχνή παράδοση εμπιστοσύνης των πολιτών προς τις κυβερνήσεις αλλά και με ένα επίσης ισχνό δημόσιο σύστημα υγείας –στα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και την Ελλάδα κατεξοχήν – κατάφεραν να περιορίσουν τις απώλειες με τρόπο θαυμαστό ως σήμερα, καθώς (ανάμεσα σε άλλα) ο κόσμος συμμορφώθηκε στις υποδείξεις, διότι φοβήθηκε για την επιβίωσή του. Έτσι, έκανε βίωμά του τους κανόνες.

Όμως, ο φόβος είναι δίκοπος. Όσο οι κοινότητες φοβούνται, αποδέχονται τους περιορισμούς. Εξάλλου, άλλο παραβιάσεις δικαιωμάτων κι άλλο περιορισμοί. Ωστόσο, η κοινωνία πρέπει να προχωρήσει στην επόμενη μέρα –μια μέρα που ήρθε– πολεμώντας και τον φόβο. Το βολικό για την εξουσία συναίσθημα στον καιρό του εγκλεισμού γίνεται έτσι εμπόδιο για τη μετάβαση. Κυρίως όταν έχει καλλιεργηθεί με τρόπο αναγκαίο, αριστοτεχνικό και πετυχημένο. Αυτό μήπως δεν βλέπουμε με τη συζήτηση σχετικά με το άνοιγμα των σχολείων σήμερα; Πώς θα καταπολεμήσουμε τον φόβο χωρίς να γίνουμε ασύγγνωστοι των κινδύνων; Πώς θα πλοηγήσουμε στο ρίσκο; Εδώ τίθενται άλλου τύπου διλήμματα τόσο στο υγειονομικό επίπεδο όσο και στο θεσμικό και πολιτικό πεδίο. Πώς η ίδια κοινωνία, που αφουγκραζόμενη τον κίνδυνο κλείστηκε, θα περπατήσει στο άνοιγμά της; Πώς θα πειστεί να κάνει το βήμα ώστε να απεμπολήσει το φαρμακερό προνόμιο του εγκλεισμού που στάθηκε η εγγύηση της πεποίθησης ότι είναι ασφαλής;

“’Αίμα, μόχθο, δάκρυα κι ιδρώτα”;   

Αυτό είναι το επίδικο τη στιγμή αυτή που τα πράγματα βαδίζουν σχεδόν στα τυφλά κι εκτός συντεταγμένου ελέγχου: Η κοινότητα προετοιμάζει την έξοδο από την πολιορκία. Ποια έξοδος όμως μπορεί να είναι αναίμακτη; Αυτό λέγεται; Ποια κυβέρνηση στο σύγχρονο κόσμο, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, θα μπορέσει να «τάξει» αυτό που υποσχέθηκε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ στην ιστορική του ομιλία στο βρετανικό κοινοβούλιο, όταν ανέλαβε πρωθυπουργός, στέλνοντας τη χώρα του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τη στιγμή που οι γερμανικές μεραρχίες σάρωναν τη Δυτική Ευρώπη πριν από ογδόντα χρόνια; (13/5/1940): «Δεν έχω τίποτε να σας προσφέρω εκτός από αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα».

Πώς θα σταθούμε; Θα σκεφτούμε ένα νέο δημόσιο σύστημα υγείας, ως έναν μόνιμο μηχανισμό εθνικής ασφάλειας, όπως περίπου σκεφτόμαστε τους αμυντικούς εξοπλισμούς για την περίπτωση πολέμου; Θα χρησιμοποιήσουμε τον χρόνο που κερδίσαμε για να θωρακίσουμε την κοινωνία μας απέναντι στην πανδημία ή θα τον σπαταλήσουμε με αφροσύνη και ιδεοληψία εναντίον οτιδήποτε δημοσίου; Θα μπορέσει η ΕΕ να συνομολογήσει μια νέα συμφωνία, ένα νέο Νew Deal που δεν θα βασίζεται σε προγράμματα διάσωσης και επαχθή μνημόνια που θα εκτοξεύσουν το δημόσιο χρέος σε ακόμη πιο δυσθεώρητα ύψη; Πώς θα επανέλθουμε σε μια κανονική διακυβέρνηση όπου οι αποφάσεις δεν θα ανακοινώνονται απλώς στις έξι το απόγευμα αλλά θα λαμβάνονται κατόπιν διαβούλευσης και συμμετοχής, όπως αρμόζει σε μια ουσιαστικά δημοκρατική πολιτεία; Αυτά είναι μερικά από τα υπαρξιακά ερωτήματα στα οποία χρωστάμε μια απάντηση. Για να μπορέσουμε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά με επίγνωση της ασάφειας και της αβεβαιότητας, θα πρέπει να νιώσουμε κάτι πιο περιεκτικό από την απειλή. Για να μπορέσει να σταθεί εμπιστοσύνη σε αυτόν τον χάρτη της απόλυτης αβεβαιότητας, θα πρέπει ως «πρόσωπα κι ως μέλη του κοινωνικού συνόλου», που λέει και το Σύνταγμά μας, να νιώσουμε ότι ο ανασχεδιασμός των δημοσίων πολιτικών θα γίνει με γνώμονα ξεχασμένες αρχές των πολιτευμάτων μας στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού: κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, αλληλεγγύη. Αλλιώς, η ελευθερία θα γίνει συνώνυμο του εγωισμού ανασφαλών ανθρώπων. Και η επόμενη μέρα θα φέρει εικόνες Αποκάλυψης λόγω κοινωνικής οδύνης και Λεβιάθαν πανοπτικών κρατών, όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει ο Χομπς.

Να πλοηγήσουμε το ρίσκο

Το lockdown ήταν κάποια λύση. Φαρμακερή μεν, αλλά δοκιμασμένη στους αιώνες των αιώνων επί πανδημιών.  Ωστόσο, αν τα πράγματα δεν εκτροχιαστούν από υγειονομικής άποψης στο άμεσο μέλλον, τον Covid 19 θα τον θυμόμαστε περισσότερο γι’αυτό που προκάλεσε κοινωνικά η αντίδραση στον ιο παρά υγειονομικά ο ιός ο ίδιος.

Κι αυτό διότι ο άνθρωπος σήμερα φαίνεται να υπολογίζει τη ζωή του και τις ζωές των άλλων περισσότερο από τις αρχές του 20ου αιώνα και παλιότερα. Το κάνει μάλιστα αδιακρίτως: από την Κίνα ως την Ευρώπη και (παρά τις ντροπιαστικές στιγμές στις οποίες υποβάλλει τον λαό του ο Αμερικάνος Πρόεδρος) το κάνει και στις ΗΠΑ.

Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στην αντίδραση της ανθρωπότητας στην υγειονομική κρίση του Covid 19 σε σχέση με προηγούμενες πανδημίες που άφηναν πίσω τους τον όλεθρο. Η ανθρώπινη ζωή μπήκε υψηλότερα απ’ όσο είχε μπει στο παρελθόν. Σήμερα, ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι διατεθειμένος να ρισκάρει πολλά περισσότερα απ’ ότι παλιότερα, καταστρέφοντας ζωτικές δυνάμεις στο χώρο της εργασίας και των παραγωγικών δυνάμεων για τον ίδιο. Κι όμως το κάνει. Αν αφήσουμε στην άκρη συνομωσιολογικές θεωρίες – πως τάχα οι κακοί εμπνεύστηκαν τον κορωνοϊό για να ολοκληρώσουν το σχέδιο ίδρυσης ενός πανοπτικού κράτους και να παραβιάζουν εσαεί τα δικαιώματά μας - τότε θα αντιληφθούμε το μέγεθος του καθαρού ολικού – υγειονομικού και κοινωνικού  - κινδύνου στον οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να πλοηγήσουμε την επόμενη μέρα.

Tο γεγονός ωστόσο ότι δεν υποκύπτουμε σε θεωρίες συνωμοσίας δεν σημαίνει ότι καθησυχαζόμαστε για τα δικαιώματά μας. Κι αυτό διότι η κρίση είναι πάντα μια ευκαιρία. Την έχουμε ακούσει πολλές φορές αυτή τη φράση τα τελευταία χρόνια, στη χώρα το όνομα της οποίας έχει γίνει συνώνυμο της “κρίσης” διεθνώς. Όμως, είναι ευκαιρία για αλλαγή ή για επιτάχυνση της ιστορίας; Αυτό μου φαίνεται το επίδικο των καιρών μας στο πεδίο της ασφάλειας, του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.

Η κρίση ως ευκαιρία να ξανασκεφτούμε  την ασφάλεια

Ας αντιστρέψουμε λίγο το σχήμα: η υγειονομική κρίση είναι ευκαιρία λοιπόν να ανανοηματοδοτήσουμε την έννοια της ασφάλειας. Ως και ο Έλληνας πρωθυπουργός – και προς τιμήν του – αναγνώρισε αυτοκριτικά πως δεν είχε συναίσθηση του περιεχομένου της υγειονομικής ασφάλειας: «Όταν μιλούσα για ασφάλεια είχα υπόψη μου μια άλλη διάσταση της ασφάλειας. Δεν φανταζόμουν την υγειονομική ασφάλεια, η οποία προφανώς θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη παρότι δεν είναι πάντα δεδομένη». Μα πώς να έχει τέτοια συναίσθηση, όταν ολόκληρη η πολιτική του ατζέντα συγκροτήθηκε πάνω στην ασφάλεια αποκλειστικά και μόνο με την αστυνομική ή στρατιωτική διάσταση;

Φυσικά δεν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερα ελληνικό σε αυτό. Στο όνομα του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας και του περιορισμού των πληθυσμιακών μετακινήσεων, τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει καθιερωθεί διεθνώς μια μονοδιάστατη ασφάλεια. Αυτή που βρίσκει την έκφρασή της στην καταστολή, στην αποτροπή και στον έλεγχο. Αυτή που βρέθηκε τόσο ψηλά στην ατζέντα των περισσοτέρων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Από την άλλη, η ασφάλεια ως κοινωνική μέριμνα – αυτό που έδωσε σάρκα και οστά στα αποκαΐδια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ανοικοδόμησης ή λίγα χρόνια πιο πίσω στο New deal των ΗΠΑ - έγινε για το λεξιλόγιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού μουσειακό είδος.

Η κρίση είναι ευκαιρία ώστε να αλλάξει ο συσχετισμός υπέρ της ασφάλειας – μέριμνας έναντι της ασφάλειας – πηλήκιο. Τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο στον αγώνα αυτό, πάντως αυτή τη στιγμή υπάρχει μια συγκυρία που μπορεί να αποδειχθεί ιστορική ώστε δημόσια υγεία και πρωτοβάθμια περίθαλψη να θωρακιστούν ως μόνιμοι και διαρκείς μηχανισμοί προστασίας της κοινότητας κι όχι να τρέχουμε σαν παλαβοί όταν συμβεί το κακό. Και μιας και ο όρος “πόλεμος” χρησιμοποιήθηκε – αδόκιμα και καταχρηστικά - και στην περίπτωση του κορωνοϊού, ας κάνουμε μια παραβολή: τα κράτη δεν τρέχουν αλαφιασμένα να βρούνε όπλα όταν ξεκινάνε οι εχθροπραξίες, αλλά πηγαίνουν προετοιμασμένα. Τα κράτη δεν τρέχουν τη στιγμή της πυρκαγιάς να βρούνε πυροσβεστικά μέσα. Τα έχουν ήδη stand by. Τα προηγούμενα μας φαίνονται αυτονόητα. Ήρθε η στιγμή να σκεφτούμε και το αυτονόητο για την πανδημία.   

Την ίδια στιγμή, όμως, που η κρίση είναι ευκαιρία για κατάλληλες δημόσιες πολιτικές με στόχο την υγειονομική ασφάλεια, είναι συνάμα μια μεγαλειώδης στιγμή  ανασφάλειας λόγω της πρωτοφανούς συσσώρευσης αβεβαιότητας για το πού τραβάμε. Η ομολογία της αβεβαιότητας αυτής από τα χείλη των ειδικών είναι ένδειξη ειλικρίνειας και εντιμότητας, αλλά μόνο ευκολότερη δεν κάνει τη ζωή των κοινοτήτων και κυρίως των κυβερνήσεων που καλούνται να αποφασίσουν.

Επομένως, όσο κι αν θωρακίσουμε την ασφάλεια με τις κοινωνικές ιδιότητες που της αρμόζουν, ένα είναι βέβαιο: ότι η επόμενη μέρα, αυτή της εξόδου από την πολιορκία του lockdown, είναι γεμάτη άγνοια. Οι κεφαλαιώδεις αβεβαιότητες στις οποίες οι κοινότητές μας καλούνται να πλοηγηθούν έρχονται να αναιρέσουν μια επιτελική αρχή του κράτους δικαίου, την ασφάλεια δικαίου, δηλαδή να γνωρίζουμε τι θα μας συμβεί αν συμμορφωθούμε ή αν παραβιάσουμε τους κανόνες. Το κράτος δικαίου θα υποφέρει διότι οι κανόνες που θα θεσπίζονται δεν θα μπορούν, παρά κατά προσέγγιση μόνο, να προβλέψουν τις υπό ρύθμιση καταστάσεις. Επομένως, τίποτε δεν μπορεί να προδικάσει την ικανότητα που επιτρέπει στους ανθρώπους να προνοούν.

Αφού το κράτος δικαίου σίγουρα θα υποφέρει, ας φυλάξουμε τουλάχιστον τη δημοκρατία

Η ανασφάλεια δικαίου. Λοιπόν, είναι δεδομένο ότι θα μας τσακίσει. Ακυρώνει ήδη βιοτικά σχέδια μακράς πνοής και μαζί με αυτά μαραζώνει το κράτος δικαίου. Το κράτος κανόνων δηλαδή. Το κράτος που θεσπίζει προνοώντας. Την επόμενη μέρα το κράτος δικαίου θα υποφέρει καθώς η άγνοια είναι τόσο μεγάλη, ώστε είναι αδύνατο να προσδοκούμε ακριβείς κανονιστικές κατευθύνσεις. Εξ αντικειμένου θα πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν σαν πολιτεία να διασφαλίσουμε πως τα μέτρα που θα λαμβάνονται θα είναι νόμιμα, αναγκαία και αναλογικά και ότι δεν κάνουν διακρίσεις, γνωρίζοντας την ίδια στιγμή πως πάμε χωρίς χάρτη και σίγουρα θα έχουμε μεγάλες στραβοτιμονιές. Εδώ τέτοιες έχουμε σε μπουνάτσες, δεν θα έχουμε σε τρικυμίες;

Ακριβώς λοιπόν επειδή είναι δεδομένο ότι το κράτος κανόνων θα βληθεί, ας στραφούμε να σώσουμε τη δημοκρατία: να παλέψουμε ώστε οι στραβοτιμονιές σε αυτή την τυφλή διαδρομή να είναι τουλάχιστον οι δικές μας. Να είναι δηλαδή τα προϊόντα της έκφρασης της δικής μας βούλησης η οποία εκφράζεται μέσα από όργανα αντιπροσώπευσης, μέσα από συλλογικότητες κι ομαδώσεις της κοινωνίας των πολιτών, μέσα από κοινωνικά κινήματα, από τόσων ειδών συλλογικότητες που δείχνουν πως η κοινωνία έχει τα μάτια της ανοιχτά επαγρυπνώντας για το μέλλον της. Δεν αρκούν τα social media για δημοκρατία...

Στη συνθήκη που ξέρουμε πως το κράτος δικαίου θα υποστεί πλήγματα, έχουμε διπλό χρέος να θωρακίσουμε τον αυτοκαθορισμό μας σε συνθήκες ισότητας κι αλληλεγγύης. Τα μέλη μιας κοινότητας δεν είναι πολίτες μόνο όταν καλούνται να εκφράσουν την προτίμησή τους στις εκλογές. Είναι πολίτες όταν διεκδικούν ένα Κοινοβούλιο που δουλεύει, όταν διεκδικούν λιγότερες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και περισσότερους νόμους, όταν διεκδικούν έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, λογοδοσία, συμμετοχή, διαβούλευση και διαφάνεια. Όταν διεκδικούν το δικαίωμα στην κριτική, την πολυφωνία και τον πλουραλισμό στα ΜΜΕ.

Όταν δηλαδή διεκδικούν το πραγματικό ownership των πολιτικών που έπονται. Κυρίως όταν αυτές είναι επώδυνες. Το μόνο φάρμακο στον πόνο αυτόν είναι η δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη.

 


Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος "COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη"